λογοδίνομαι

λογοδίνομαι
1. επισημοποιώ τον δεσμό μου, αρραβωνιάζομαι
2. (μτχ. παρακμ.) λογοδοσμένος, -η, -ο
αρραβωνιασμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λογοδίνομαι — λογοδόθηκα, λογοδοσμένος, αρραβωνιάζομαι δίνοντας λόγο, ανεπίσημα: Λογοδόθηκαν πριν από τα Χριστούγεννα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • λογοδοσμένος — η, ο βλ. λογοδίνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”